διασυμμαχικός

διασυμμαχικός
η , ό[ν] межсоюзнический, межсоюзный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διασυμμαχικός" в других словарях:

  • διασυμμαχικός — ή, ό (ν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ συμμάχων («διασυμμαχικές ασκήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. inter allied)] …   Dictionary of Greek

  • διασυμμαχικός — ή, ό αυτός που διενεργείται ανάμεσα σε συμμάχους: Υπογράφηκε διασυμμαχική συμφωνία των χωρών της Βαλκανικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»